Κλοῦ

Κλοῦ
Κλοῦ , Κλο̄ς
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλου — το άκλ. το πιο ενδιαφέρον ή το πιο αξιοπερίεργο σημείο ενός συμβάντος («και το κλου στην όλη ιστορία είναι ότι, μετά από όλα αυτά, εκείνος τήν εγκατέλειψε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. clou] …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

  • Ιβελίν — (Yvelines). Νομός (2.284 τ. χλμ., 1.354.304 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας στο διαμέρισμα Ιλ ντε Φρανς, με πρωτεύουσα τις Βερσαλίες. Στα Β διασχίζεται από τον Σηκουάνα και περιλαμβάνει μια σειρά οροπεδίων (Μπος, Πεΐ ντεζ Iβελίν, Iρεπουά,… …   Dictionary of Greek

  • Καρλότα — (Charlotta). Όνομα Ευρωπαίων ηγεμονίδων και πριγκιπισσών. 1. Κ. (15ος αι.). Βασίλισσα της Κύπρου (1456 60), κόρη του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Γ’. Διαδέχθηκε τον πατέρα της το 1456 και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τον κόμη της Γενεύης Λουδοβίκο… …   Dictionary of Greek

  • Λε Νοτρ, Αντρέ — (Andrè Le Nôtre, Παρίσι 1613 – 1700). Γάλλος αρχιτέκτονας κήπων. Ο πατέρας του, Ζαν Λε Νοτρ, ήταν κηπουρός του Λουδοβίκου ΙΓ’. Ο ίδιος σπούδασε αρχικά ζωγραφική με τον Σιμόν Βουέ και ύστερα αρχιτεκτονική. Το 1637 διαδέχτηκε τον πατέρα του στο… …   Dictionary of Greek

  • μπον-πο — Θρησκεία που αναπτύχθηκε στο Θιβέτ και επικρατούσε εκεί πριν εισαχθεί ο βουδισμός, από τον οποίο, ύστερα από μακροχρόνιους αγώνες, απορρόφησε διδασκαλίες και τελετουργίες, αλλά τον επηρέασε κι αυτή με τη σειρά της στη διαμόρφωση του λαμαϊσμού. Η… …   Dictionary of Greek

  • Μυθιστόρημα της Αλεπούς — (Roman de Renart). Συλλογή διηγήσεων (που ονομάστηκαν «branches») σε γαλλική γλώσσα, σε στίχους οκτασύλλαβους, που γράφτηκαν μεταξύ 12ου και 13ου αι. από διάφορους συγγραφείς και που τα κύρια πρόσωπα τους είναι ζώα Renart (η αλεπού), Ysengrin (ο… …   Dictionary of Greek

  • πορσελάνη — Σκληρότατο προϊόν της κεραμικής (η π. δεν χαράσσεται από χαλύβδινη αιχμή), αδιαπέραστο από το νερό, λευκό, ικανό ν’ αντισταθεί σε όλα τα χημικά αντιδραστήρια, εκτός από τα καυστικά αλκάλια και το υδροφθορικό οξύ. Η π. διακρίνεται σε σκληρή και σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”